- διαποροῦμαι
- διαπορέωto be quite at a losspres ind mp 1st sg (attic epic doric)διαπορέωto be quite at a losspres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιαπορούμαι — έομαι, Α βρίσκομαι σε αμφιβολία, αμφιταλαντεύομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαποροῦμαι «βρίσκομαι σε κατάσταση αμφιβολίας, είμαι υπό συζήτηση»] … Dictionary of Greek